Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ονειροπόληση

  Ένα ταξίδι χωρίς παράθυρο μας έφερε  η καινούρια  άνοιξη Και ταξιδεύουμε τυφλά σ΄ ένα απέραντο ταβάνι τρένου Κι ούτε κάποια εικόνα...

Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Οι Φιλολογικές Ματιές παρουσιάζουν τα 20 καλύτερα albums για το 2017















  1. Lorde    Melodrama 
  2. St   Vincent   Masseduction 
  3. Kendrick  Lamar    Damn.   
  4. Lcd Soundsystem   American  dream
  5. SZA           CTRL
  6. The   war on drugs   A deeper  understanding
  7. The   XX     I  see you
  8. Laura   Marling    Semper   Femina
  9. The   National   Sleep   well  beast
  10. Father  John Misty  Pure   Comedy
  11. Slowdive   Slowdive
  12. Fever  Ray   Plunge
  13. Arcade  Fire     Everything  now
  14. Sampha   Process
  15. U2   Songs of experience
  16. Julien  Baker   Turn  out  the lights
  17. Kelly Lee Owens   Kelly  Lee  Owens 
  18. Vince   Staples   Big fish theory
  19. Protomartyr Relatives  in descent
  20. Big  Thief      Capacity 















Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Ίβυκος Απ.286 Page Μεταφράζει ο Κώστας Τσιαχρής




ἦρι μὲν αἵ τε Κυδώνιαι
μηλίδες ἀρδόμεναι ῥοᾶν
ἐκ ποταμῶν, ἵνα παρθένων
κῆπος ἀκήρατος, αἵ τ᾽ οἰνανθίδες
αὐξόμεναι σκιεροῖσιν ὑφ᾽ ἕρνεσιν
οἰναρέοις θαλέθοισιν· ἐμοὶ δ᾽ ἔρος
οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν.
‹ἀλλ’ ἅθ’› ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων
Θρηίκιος Βορέας
ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέ-
αις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς
ἐγκρατέως πεδόθεν τινάσσει
ἡμετέρας φρένας.

Άνοιξη
Κι οι  κυδωνιές
ρουφάνε  αχόρταγες
τις   ρεματιές
Κι  εδώ  ένας κήπος κοριτσιών
ανέγγιχτος
Και  τ'αμπελάνθια
σήκωσαν  κορμί
φουντώνουν  κάτω απ' τη σκιά
που  ρίχνουν 
τα  παρθένα   κληματόφυλλα
Κι  εμένα  ο πόθος  μου
στιγμή δε λέει  λιπόθυμος
να πέσει
Φλογάτος απ'  τις  αστραπές
Ίδιος  Θρακιώτικος   Βοριάς
χιμάει  με  πύρινο
της  Κύπριδας γινάτι
Αθάμπωτος   βαθύ   σκοτάδι
Κρατερός 
Τινάζει   από τα θέμελά  της
την  καρδιά   μου

Κώστας   Τσιαχρής

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Ζήσης Αϊναλής «Τα παραμύθια της έρημος»






Το να   επιχειρείς να δαμάσεις την παραίσθηση, να την υποτάξεις  και    να τη συντάξεις στις  αναλογίες του ποιητικού λόγου   συνιστά  απαιτητικό  επίτευγμα, εφάμιλλο της  προσπάθειας να εξηγήσεις με  λέξεις  τον έρωτα. Στο  τελευταίο του  ποιητικό  έργο, ο   Ζήσης  Αϊναλής  βάζει  στο  επίκεντρο  της δημιουργίας του την έρημο και  τις  οργανικές  και συγκινησιακές  επιπτώσεις   της  εκτενούς  παραμονής  σε  ένα τέτοιο  κολαστήριο της ανθρώπινης ψυχής, επιλέγοντας τη  γνώριμη  για αυτόν φόρμα της   εξομολογητικής  αφήγησης.  Πρωτογενές  υλικό του   ο ρευστός  και  πολύμορφος  κόσμος  του  μύθου,  από τον  οποίο ο  ποιητής   αποσπά στοιχεία  όπως  η ανατροπή  της έλλογης  τάξης, το  απροσδόκητο  και  η  αινιγματική   αναπαράσταση   των καταστάσεων . Κάτω από το πρίσμα αυτό, βάζει τη φαντασία  στην τροχιά  της  ανακάλυψης  συναισθημάτων  και νοημάτων, ακολουθώντας  επιδέξια αυτό που ο Νοβάλις γράφει στα  «Αποσπάσματα» του : Αν διαθέταμε   και μια  Φανταστική, όπως διαθέτουμε  μία Λογική, θα  ανακαλύπταμε την τέχνη να επινοούμε. Ο  μύθος, άλλωστε, αποτελεί  οικείο   πεδίο  έμπνευσης  και  ενσάρκωσης   του λογοτεχνικού οράματος  του  Αϊναλή.  Από τη «Σιωπή της Σίβας»  μέχρι τη «Μυθολογία»  και  τα  «Παραμύθια  της  Έρημος»  , η  μυθοπλασία  τον βοηθά  να συνθέτει  τα ποιήματά  του και να μεταφέρει  στο  συνεχές  παρόν  διαχρονικές  αγωνίες , τάσεις, σκέψεις, αναστολές και  επιθυμίες  του ανθρώπου.  Το γεγονός αυτό του  επιτρέπει να συγχωνεύει το πρωτόγονο με το  ευγενικό, το  αδιόρατο με το   απτό, το βίαιο με το στοχαστικό, το δαιμονικό με το αγγελικό.
    Τα «παραμύθια της έρημος»  είναι  η   περιδιάβαση  του  Αϊναλή στην  ερημία  της  εσωτερικής  του ζωής, στην «έσωθεν αποικία», όπως εκείνος  την αποκαλεί .Αλλά «όποιος μπορεί να φορτίζει την ερημία του» κατά  τον  Ελύτη «έχει ακόμη ανθρώπους μέσα του». Και  είναι  αλήθεια ότι  παρά  τη  σχεδόν  δαιμονική  ορμή  της εξομολόγησης , μετά την ανάγνωση απομένει  στο μυαλό το σχήμα, το άρωμα, η σπιρτάδα, ο αναστεναγμός του ανθρώπου. Έτσι, η έρημος  μεταβάλλεται  σε πεδίο μάχης   ανάμεσα στα  θηριώδη και στα λεπτά  ένστικτα  της ανθρώπινης φύσης, ένα  υπερβατικό δικαστήριο   στο  οποίο κρίνεται  το  παρελθόν και το μέλλον  μιας  ψυχής  που φλέγεται  από  υπαρξιακή  αγωνία.  Η έρημος  είναι  για τον Αϊναλή ο δικός του «κήπος με τις αυταπάτες» ,όπου η αφηγηματική φωνή δοκιμάζει να συμφιλιωθεί  με το θάνατό της , το νόημα να  συμβιβαστεί με την αποδόμησή  του  και   η ισορροπία να χωνέψει μέσα της  το χάος.
    Ολόκληρη  η συλλογή  αποτελεί  στην  πραγματικότητα ένα μεγάλο  συνθετικό  ποίημα  με  χαλαρή αφηγηματική πλοκή  και με δραματικά- σκηνικά  στοιχεία. Η εισαγωγή  γίνεται  με  ένα δρώμενο που  παραπέμπει  σε  κηδεία. Τα πάντα  είναι στη θέση τους : Η νεκροφόρα,  η  πομπή των θρηνούντων, το  κουφάρι , τα εργαλεία ταφής, ο ιερέας.  Από το δρώμενο  και τη βεβαιότητα όμως γρήγορα μεταπίπτουμε στην αμφιβολία και  στην απρόσμενη  αναφορά  περί  επανάληψης του θανάτου του ποιητικού υποκειμένου , η οποία  προσδίδει  στην εξομολόγηση  μία  ειρωνική  υφή . Ακολουθεί  το νόμισμα στα  δάχτυλα του νεκρού, η  συνειρμική  ταύτισή  του με τρύπα μέσα από την οποία  επιδιώκεται η  μετάβαση  στη σκοτεινή   πλευρά της  ύπαρξης , η βουτιά  στο  παραισθησιογόνο σύμπαν ενός  καθρέφτη , το κατρακύλισμα και στο τέλος  το σταμάτημα  στην έρημο. Κι εκεί ακριβώς  αρχίζει  να ανδρώνεται   με τρόπο  σταθερά εξελισσόμενο  η μεγάλη  παραίσθηση.  Οφείλω να παρατηρήσω εδώ ότι   η σύνθεση του έργου    δομείται  πάνω στο  σχήμα μιας  ανιούσας κλιμάκωσης στη συναισθηματική  ένταση. Από την  ηρεμία της  περιγραφικής  εξομολόγησης των πρώτων ποιημάτων  οδηγούμαστε  σε ένα  οργασμικό   κρεσέντο κατά  το οποίο η αφηγηματική   φωνή, μεταξύ  οράματος και  βιώματος και στο μέσο μιας  ασκητικής  παράκρουσης ,κραυγάζει   με  τρόπο επιληπτικό την απόγνωσή της  και  τάσσεται  ανυπεράσπιστη απέναντι  στους  δολερούς θησαυρούς   της ερήμου: την άμμο, τον ανελέητο ήλιο, τη δίψα, τα κόκκαλα, τις  απλησίαστες  οάσεις, την κουφόβραση, τη μοναξιά.
   Αλλά  εδώ ακριβώς έγκειται η  αρτιότητα της ποίησης  του  Αϊναλή. Γιατί  μπορεί και στέλνει τις λέξεις του να σκάψουν εκεί στους πυρήνες της απόγνωσης, χωρίς η σκέψη του ν’ αρπάζει πυρκαγιά, καθώς πλησιάζει απάνω στις καύτρες τους, αλλά   στέκεται ολόρθη και ικανή να πλάσει τέχνη και ν’ αποσβέσει από μέσα της την ένταση  και τις παρενέργειες του κακού. Έτσι, υψώνεται ως την καθαρότερη μορφή του ύφους. Ζυγίζει τον πόνο και την απάθεια με τα ίδια σταθμά και βγάζει από τον πόνο τρυφερά βλαστάρια κι απ’ την απάθεια σταλαγματιές τρικυμίας. Ζυμώνονται μέσα του  με δυνατές  γροθιές οι αισθήσεις αλλά  η συγκίνηση, που φουσκώνει σα ζυμάρι,  δεν υπερβαίνει ποτέ το ύψος της αρμονίας. Φαρδαίνει, ψηλώνει , αντριεύει, διογκώνεται,  επιμηκύνεται  και την ίδια στιγμή δουλεύουν υπόγεια οι μηχανισμοί της επαναφοράς στο σταθερό έδαφος της πραότητας, που επιτρέπει στον ποιητή να ελέγχει το ρήμα του και να μην το αφήνει να μεταπέσει στο φθηνό επίπεδο του εντυπωσιασμού.
     Και είδα. Είδα τη θάλασσα ν’ ανοίγει αστραπή κι ένιωσα μες στα σπλάχνα μου βαθιά τον ήχο της βροντής να τρίζει. Είδα την τρικυμία να’ ρχεται από παντού πολιορκημένοι κι άκουσα μες στα σπλάχνα μου να αντηχεί του κόρακα το ουρλιαχτό και να ξεσκίζει. Είδα  τον υετό να βιτσίζει τη θάλασσα ανελεήμονα κι άκουσα μες στα σπλάχνα μου ρωγμή τον κοπετό του βράχου. Είδα ν’ ανοίγουνε τα σύννεφα να κρύβονται του ουρανού τα πετεινά και μες στα σπλάχνα μου βαθιά ν’ αργοσαλεύουν κουρασμένα πανάρχαιοι Λεβιάθαν της θάλασσας μεγάλα κήτη τρομαγμένα.
    Υπάρχει βεβαίως   παντού η οσμή του θανάτου στα «Παραμύθια της  έρημος». Ακόμη και το απόσπασμα από το  Κατά  Ματθαίον Ευαγγέλιον, που τίθεται  ως προμετωπίδα  στο έργο, φαίνεται να απομένει ως μία  αρχική υπόσχεση ανάστασης  η οποία δεν εκπληρώνεται.  Παραφράζοντας  λίγο την  περίφημη   Ρωσίδα  ποιήτρια   Μαρίνα Τσβετάγιεβα,  φαίνεται λες και η πορεία της εξομολόγησης της αφηγηματικής  φωνής να  στιγματίζεται από τρεις φάσεις : την προαίσθηση  , την πράξη    και την ανάμνηση του θανάτου, όχι απαραίτητα με μία γραμμική συνέχεια, αλλά  με διαρκή  προβολή της μίας φάσης πάνω στην άλλη, ώσπου  να φτάσουμε  στην αναφώνηση του αδιεξόδου  από τον ίδιο τον αφηγητή «ο θάνατος άρχιζε εκεί όπου τέλειωνε»  ή  παραλλαγμένη  «η ζωή εξαντλούταν εκεί όπου άρχιζε». Είναι  συμβολικό μάλιστα το γεγονός ότι στο τέλος του έργου  με τρόπο εμφαντικό  εξυμνείται η σιωπή, η σιωπή των λέξεων ( o silencio das palavras), ως ένα είδος συμφιλίωσης  με το αδιέξοδο και  τον οργανικό ή και  εσωτερικό –τα δύο αυτά συγχέονται σκοπίμως μέσα στα ποιήματα- θάνατο.

    Ιδιαίτερη μνεία  θα πρέπει να  γίνει στο γεγονός ότι ο ποιητής αξιοποιεί  τη θρησκευτική συγγραφική παράδοση, και ιδιαίτερα  τους βίους των αγίων, τόσο  σε σημειολογικό  όσο και  σε  μετασημειολογικό  επίπεδο, για να μεταφέρει μέσα από τον  σκηνικό διάκοσμο της ερήμου τη  βιωμένη αμαρτία με τον  ανοικειωτικό  τρόπο της λογοτεχνίας . Πρότυπα  ασκητικών  βίων, όπως εκείνων  του πατέρα του μοναχισμού  Αγίου Αντωνίου, του Μακαρίου του  Αιγυπτίου  ή του Μακαρίου  από την Αλεξάνδρεια,  αλλά  και η πάλη του ίδιου του  Ιησού με τους τρεις, κατά  τις ευαγγελικές  περικοπές, πειρασμούς στην έρημο, φαίνεται ότι  επέδρασαν  καταλυτικά στη  σύλληψη  της ποιητικής  ιδέας και  ότι του προσέφεραν  το κατάλληλο  θεματικό αλλά  και εκφραστικό οπλοστάσιο, προκειμένου να  επενδύσει  τη μάχη του ανθρώπου ενάντια  στις  ενοχές  του με  ένα  διαχρονικό επίστρωμα. Αλλά   αυτή  η  διακειμενική  «συνομιλία»   σε καμία περίπτωση δε θολώνει  την καλλιτεχνική  ταυτότητά του ποιητή , καθώς  είναι  φανερό ότι το ποιητικό του ρήμα διατηρείται  ατόφιο και  φαίνεται να  υπακούει  σε αυτό που ο Βαλερύ  αποκαλεί «δοσμένοι στίχοι», υπό την έννοια ότι πηγάζουν αβίαστα  από το απομέσα  εγώ , τον βαθύτερο εαυτό του ποιητή, χωρίς  οποιαδήποτε  επιτήδευση.
Βγήκα ολόκληρος  και βάλθηκ’ αμέσως να πέφτω σαν σε γκρεμό ουρλιαχτό. Προσγειώθηκα άτσαλα πάνω στη άμμο της έρημος. Ο παγωμένος αέρας να παρασέρνει τούφες τούφες κάτι θάμνους ξερούς κι η σιωπή. Σηκώθηκα και τίναξα την άμμος από τα ρούχα μου. Κοίταξα για λίγο σαν χαμένος ολόγυρα. Άνθρακες ο θησαυρός και μαύρη η νύχτα. Πήρα να περπατάω μες στο σκοτάδι προς το ξημέρωμα τυλιγμένος τα χέρια μου. Με κόπο κόντρα στον άνεμο.
    Θα ήθελα ακόμη να μείνω στη    δύναμη  με την οποία στέκονται οι εικόνες στο λόγο του πλαταίνοντας την  αισθητηριακή   εμπειρία η οποία τις κρυστάλλωσε  και  τις έβαλε μέσα σε συγκεκριμένα λεκτικά  σχήματα .Οι εικόνες του δονούνται και σφύζουν από  περιγραφική δύναμη , χωρίς ωστόσο να  μετατρέπονται σε απλά συγκινησιακά  πυροτεχνήματα, αφού διαθέτουν την απαιτούμενη εσωτερικότητα. Υπό την έννοια  αυτή, ο  Αιναλής  συνδυάζει  τα χαρακτηριστικά  των δύο  βασικών τύπων συγγραφέα, όπως τους  παρουσιάζει   στο θεμελιώδες  για τα ζητήματα της λογοτεχνικής κριτικής έργο του «Το πρόβλημα του ύφους» ο  Ρεμύ  Ντε Γκουρμόν  :  του  οπτικού  και  του συγκινησιακού συγγραφέα.  Οι εικόνες του, δηλαδή, έχουν ως αφετηρία  όχι μόνο   τις εμπειρίες που συσσωρεύουν οι αισθήσεις πάνω στα  νευρικά κύτταρα , αλλά  και  εκείνες  που   καλουπώνονται στη βαθύτερη ρίζα της συγκίνησης, στο υποσυνείδητο,  και παίρνουν μερίδιο   από την  υπεραισθητική  του  δύναμη.
Στα μάτια μου ζάρωνε η ανάμνηση της φωτιάς και στο χέρι μου κρεμότανε βόνασος ο πέλεκυς του θανάτου βαρύς ένα τσιμέντο κρέας. Πού να πιάσει ρίζα στην άμμος; Το σήκωνες και μετεωριζότανε το στερέωμα. Τ’ ακούμπαγες σκουλήκι κανένα κι η αποσύνθεση δύσκολη αχρείαστο φύραμα. Γινόταν πέτρα το κορμί και άμμος θρύμματα. Γενειοφόρος ο άνεμος κουβαλούσε την τέφρα μου να χτίσω την πυραμίδα μου να στεγάσω το σπέρμα μου.
    Υφολογικά αλλά  και μορφικά , ο ποιητής επιλέγει  έναν τρόπο απόδοσης  της ποίησης που παραπέμπει στο πεζογράφημα. Διευρύνονται έτσι τα όρια αποτύπωσης της εμπειρίας σε έναν χώρο, που παρόλο που  ο Αϊναλής  τον κάνει να είναι πυκνός και αφαιρετικός, του  δίνει τη δυνατότητα  να εξασφαλίζει  ένα είδος  συνέχειας στην  ποιητική   σύλληψη . Και αν  ο στίχος, έστω  και συμβολικά, διακόπτει τη ροή της έκφρασης και  αναγκάζει γράφοντα και αναγνώστη να σταθούν για λίγο στην επικράτειά του και να  επιτύχουν ή να ερμηνεύσουν αντιστοίχως  την αυτονομία του μέσα στο όλο, στην περίπτωση του ποιήματος που δεν   έχει   απλώς πεζογραφική αναπαράσταση αλλά που  η δομή και η ανάπτυξή  του  ανακλά τις συμβάσεις του  πεζογραφήματος, κάτι τέτοιο ,κατά  έναν τρόπο, αίρεται και  η συγκίνηση γεννιέται μέσα  από την ανάγνωση του όλου.
   Ασφαλώς , τα   βασικά γνωρίσματα της ποιητικής του Αϊναλή   είναι παρόντα και εδώ: ο καταρρακτώδης  λόγος, η απομυθοποίηση  των αισχρών λέξεων, οι συντακτικές  ακροβασίες , η συνειρμική παράταξη των εικόνων, η βουή των συναισθημάτων που  θαρρείς ότι κονταροχτυπιούνται,  ο σκοτεινός λυρισμός, η ιδεαλιστική θεώρηση του κόσμου, η αισθητηριακή βίωση των συλλήψεων του νου. Επιπλέον, ο ποιητής αξιοποιεί  επιδέξια τα  αναγνωστικά του βιώματα και  αφομοιώνει τις  επιδράσεις  του γερμανικού  ρομαντισμού και τις  βιβλικές αναφορές, δείχνοντας ταυτόχρονα το  σεβασμό του   στο μεταφυσικό ποιητικό όραμα του Σολωμού και ατενίζοντας  τολμηρά  προς το υπερρεαλιστικό λογοτεχνικό σύμπαν.
    Εν τέλει, τα «Παραμύθια της Έρημος»  είναι  η απεικόνιση με λέξεις μιας συνειδητής καταβύθισης  του εγώ σε έναν υπόγειο χώρο, μία ποιητική σπουδή στο θάνατο, μέσα από τις ψευδαισθήσεις, τις στερήσεις, τις εξαρτήσεις, τις δίψες , τις απαντοχές , τις ματαιώσεις που γεννά η αυτοεξορία  στην έρημο.  Είναι μια ακόμη ισχυρή   επιβεβαίωση της κραυγάζουσας  επιθυμίας  της Τσβετάγιεβα «Γράψτε, γράψτε κι άλλο. Απαθανατίστε κάθε στιγμή, κάθε κίνηση, κάθε στεναγμό». Τα  «Παραμύθια  της Έρημος»  διδάσκουν    τρόπους ζωής  μέσα από την ερημιά.

Κώστας   Τσιαχρής  


Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Κώστας Τσιαχρής "Μετά τη γλυπτική"



Βγαίνει από αγάλματα
Του ψιθυρίζω κάτι  τόσης ομορφιάς
Ή  μήπως σκόνης; Διάλεξε
Του   αφήνω τις  ρυτίδες
να  χαλάσουν τη μορφή
Το ξέρω -τόσα χρόνια μάρμαρο
στα πόδια του
είναι  δύσκολο να περπατάει
από το ένα σχήμα στα πολλά
Θα  φέρεται με το γυμνό των αγαλμάτων
Θα  παραπατάει
Κανένα  δέος
Θα  σβήνουν γρήγορα  οι φωνές των ξεναγών
οι  επιγραφές που  αδιάντροπα
προδίδουν ηλικίες

Βγαίνει   από αγάλματα
Από  το σώμα του περνά
ένα μήνυμα
που λέει "φεύγω"
Φεύγει   σ'ένα νέο υλικό
Κι αφήνει σπλάχνικά
για το καλό της τέχνης
στο  βιβλίο  επισκεπτών
σε κάθε  αράδα εαυτού
να υπογράφει το κενό

Καταλαβαίνεις  τώρα
πόση περιπέτεια
κρύβει η ανθρωπιά




Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Αλέξης Αντωνόπουλος "Η σιωπή της Βεατρίκης"




Και ποιος σου λέει ότι ο Δάντης
δεν της έφερε κρυφά τον Θάνατο;
Ν’ αφουγκράζεται ο Ποιητής
για πάντα τον Παράδεισο
μέσα απ’ τη σιωπή της.

Και ποιος σου λέει ότι τα έντομα
δεν συναντάνε τον Θεό
πριν τα κάψει η λάμπα;
Κι ότι για τα έντομα
δεν αξίζει;

Σ’ έναν μου εφιάλτη, το αεροπλάνο έπεφτε.
Θα πέθαινα. Μήπως πέθανα και τώρα-
Θα πέθαινα. Και τα ερωτηματικά ήταν εκεί, μα
δεν άφηνα τη ζωή να τελειώσει έτσι.

Ενώ το αεροπλάνο έπεφτε,
μια τελεία, ξανά και ξανά,
η ίδια τελεία, ξανά και ξανά,
έπνιγε όλα τα ερωτηματικά.

“Έχω αγαπήσει.
Έχω αγαπήσει.
Έχω αγαπήσει.”


Ένας  ποιητικός κόσμος γεμάτος  από  πάλλουσες φωνές και λέξεις  που  ακονίζονται πάνω στο  ακόνι μιας  δυνατής  έμπνευσης  , χωρίς ποτέ να  χάνεται  η  εντύπωση  της ισορροπίας και  του  ελέγχου από την ποιητή.  Μου  άρεσε η  δραματική υφή  των ποιημάτων, ο  απέριττος αλλά  επιμελημένα  ζυγισμένος  στίχος, οι  παύσεις και τα ερωτηματικά που  γαλβανίζουν τη φαντασία στα  σημεία που πρέπει, το   σχεδόν θεατρικό  γίγνεσθαι, η αμεσότητα  της  αποστροφής στο  εσύ, οι επαναλήψεις  που αναγκάζουν το  μυαλό να σταθεί, να ξανασκάψει  στα  προηγούμενα  και  να  πάρει  φόρα για τα  επόμενα. Προπάντων, στάθηκα στη "Σιωπή της Βεατρίκης" , όπου η  διακριτική φιλοσοφική   αύρα των στίχων  παρακέντησε τον νωτιαίο μυελό  των υπαρξιακών   μου  αναζητήσεων. Ή για να  το πω απλούστερα, κάτι  χόρεψε με  έναν  καινούργιο  ρυθμό  μέσα μου...

Ο  Κώστας   Τσιαχρής  για  την ποίηση  του Αλέξη  Αντωνόπουλου

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

Κώστας Τσιαχρής "Ταλιθά κούμι"


Για  εποχές πολλές
κρυμμένο πίσω  απ' τη βαριά φωνή
χωρίς ν'αφήνεσαι να δώσεις
σήματα λεπτότητας
γεμάτο εντούτοις 
από ένταση δαιμονική 
σε  πλάκωνε  και σε φοβέριζε
με μύρια ξόρκια και προσχήματα
σου έκοβε τη φόρα
αδημονούσες να ουρλιάξεις
ν'ανεβείς  να ξεχειλίσεις
σε λογάριαζε νεκρό
"ενθάδε  κείται"
και  χτυπούσε με το δάχτυλο
επίμονα για επιβεβαίωση 
τον κρόταφο

Μα τώρα έφτασε το πλήρωμα
δεν ωφελούν περισσότερα δεσμά
ανέβα πάνω 
αναστήσου και περπάτησε
καμαρωτά
στα χέρια 
στους γοφούς του
στο χαμόγελο
ξεκίνα
να πληρώνεις τη ζωή του
όπως μπορείς,
μισοπνιγμένο
θηλυκό του
ένστικτο








Σάββατο 22 Ιουλίου 2017

Κώστας Τσιαχρής "Το μπλε σακάκι"






Και βέβαια
ώσπου να σβήσει  το αίμα μου,
το ίδιο  σακάκι 
πολυφορεμένο  σε δεκάδες  επισκέψεις
φθαρμένο  από  τα χέρια
που ακουμπήσαν
θα  φοράω
με  το  χρώμα   του  θαλασσινού  βυθού
τα κολλημένα   φύκια  στο  γιακά
το χτυποκάρδι  που φουσκώνει
δυνατά μες  στο  μανίκι
όταν  απλώνεται  και  γράφει
όπως απόψε
Αν ήξερα  σε  ποιον αιώνα
θα  μιλήσει
θ" άνοιγα    εκείνο το κουμπί
που   κράτησε  κλειστή  τη θέα
προς  το στήθος
προς  τα  μέρη  του   βοριά
Δε  θα  σιδέρωνα  τις τσέπες
που τσαλάκωσαν  απότομα
χωρίς   να  νιώσω
την οδύνη
Ώσπου να  σβήσει το αίμα μου
δε  θα το  βγάζω 
παρά  μόνο   στις  γιορτές
που η θλίψη για  κορμί
θεριεύει
και  το  νείκος
η πανάρχαια  ποίηση  των χασμάτων
μου  ξηλώνει  απ' άκρη σ'άκρη
τις ραφές




Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Κώστας Τσιαχρής "Η φλεγόμενη βάτος"



  Άναψες. Ας πούμε ότι παίζω το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Σε  βλέπω  που   τρεμοπαίζεις  μικρή μου φλόγα , όπως θάρρεψες  από το σπρώξιμο του αέρα κι ανέβηκες. Σαν  ένα κυματιστό κορμάκι καυτερό ή μια γλωσσίτσα  που κρύβει  τέφρα στο γλείψιμό της. Κορώνει  το λειρί  σου, πετάγεται αγρίμι προς τα πάνω, ρίχνεις κινούμενη σκιά στον τοίχο  του δωματίου, σε φόντο δυνατό πορτοκαλί . Σε φτύνει η κορφή του σπίρτου. Να και οι   πύρινες κλωστές σου προς τα έξω ! Καμαρώνεις για τα δευτερόλεπτα και για το κομμάτι ξυλαράκι που θα ζήσεις. Δε θα σε πειράξω παρά μόνο όταν σωθεί η ζωούλα σου, στο έσχατο λείψανο του ξύλου, ένα βήμα προτού  κοκκινίσεις το δέρμα μου. Αλλά   πρώτα  άφησέ με να δω μέσα σου  Εκείνη… Η καημένη μου η δεσποινίς  Θάμνος !
     Έρχομαι καμιά φορά στο κοιμητήριο  και περιφέρομαι άσκοπα ανάμεσα στους τάφους και κοιτάζω τις φωτογραφίες. Με πιάνει τότε ένα  ακατανόητο σφίξιμο, τανάλιες μου βιδώνουν τα στήθη, πονάω  ως τα σκοτεινά μου. Τι πρόσωπα γελαστά που μάχονται  την απάθεια και το τυφλό χρώμα  των μαρμάρων, τι  μικρές έρπουσες οράσεις παντού, αυτά τα χαμόγελα παντού, κι εγώ να στέκομαι και να χαμογελώ μαζί τους, λες και θέλω να θέσω σε λειτουργία  κάποιο  ,νεκρωμένο  τώρα, κύκλωμα  ευτυχίας ! Έρχομαι πάντα απόγευμα κι ένα  βήμα πριν από  το μνημείο της  βγάζω τα παπούτσια μου, σα να’ μαι σε χώμα ιερό, «μή ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί». Με περιαδράχνει μια φωνή πιο σιγανή κι από το θρόισμα που κάνουν τα φτερά της πεταλούδας, εκκενώνει όλους τους άλλους ήχους, στήνει το παράπηγμά της πάνω μου, «γῆ ἁγία ἐστί». Και πώς να μην είναι που  την ταΐζει  τέτοιο σεπτό σώμα που θα’ πρεπε να σηκωθεί ολόρθη να το προσκυνά. Η δεσποινίς Θάμνος!
      Από παιδάκι, με το ακόμη φυρό μυαλό μου, αναρωτιόμουν γιατί κηρύσσουν κάποιοι  αμνηστία στο κακό που τους έχουν κάνει και βάζουν τα σπαθιά στα θηκάρια, ενώ μπορούν ν’ αρπαχτούν απ’ το κακό κι όταν νιώσουν να χτυπά λάβρο  το αίμα στην καρδιά  τους, να το γυρίσουν καταπάνω στο θύτη τους. Κι ονειρευόμουν τον ταλαίπωρο αναξιοπαθούντα που  δυνάμωνε ξαφνικά, που ανέτρεπε την εναντίον  του αδικία και αρπάζοντας ένα μυδραλιοβόλο μοίραζε  ακατάπαυστα ριπές  και θανατηφόρες  τρύπες  σ’ εκείνους που τον πλήγωσαν. Δεν καταλάβαινα τότε.
     Κάθομαι τώρα στο μάρμαρο και στη φωτογραφία της  το αγριωπό σγουρό μαλλί σα να σκίζει την κορνίζα και να χιμάει έξω. Διπλώνεται  μετά ,  διακλαδίζεται παντού και τυλίγεται σαν αγιόκλημα στα κυπαρίσσια. Τι άγριο μαλλί! Τη βλέπαμε που έβγαινε κάθε τόσο από το κομμωτήριο της κυρίας Κικής, είχε περάσει πια η μόδα αλλά επέμενε. Το μαλλί ψιλή περμανάν και  όρθιο, χτισμένο επιδέξια με περισσή λακ, να  στέκεται ακατάδεκτο στα ύψη του. Ένας μαλλιαρός  θάμνος. Αμέσως τα πιτσιρίκια της έβγαλαν το παρανόμι, «Δεσποινίς Θάμνος». Περνούσε από το δρόμο της γειτονιάς κάθε απόγευμα, σούσουρο στα μισάνοιχτα παράθυρα, οι καθωσπρέπει κυράδες να την κοιτάζουν και να μη σώνεται  το δηλητήριο και το περιγέλιο από τα χείλη τους : Περνάει το ίσκιωμα με το καλλωπιστικό στο κεφάλι! Κι αυτή να κάνει πως δεν άκουγε, σφράγιζε το μυαλό της μ’ αδιαφορία και συνέχιζε.  Η δεσποινίς Θάμνος !
      Μέχρι και ιστορίες έπλασαν οι μικροί μάγκες για το θάμνο που βασίλευε στο κεφάλι της. Είναι ζωντανό πράμα σας λέω, το είδα να κουνιέται τη νύχτα κάτω από το φεγγαρόφωτο, μπορεί να κρύβει μέσα του  δαιμόνους, μη γελάτε ρε, να θα σας πάει έτσι και τινάξει το μαλλί της μπροστά σας, να. Εγώ την είδα ένα βράδυ που καθόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, καύσωνας καιρός, ακούμπαγε το θάμνο με τον πλάστη που φτιάνουν οι  γιαγιάδες πίτες και άνοιγε στη μέση ο θάμνος, ε ρε μια λάμψη, και να κατεβαίνουν τα μεγάλα αστέρια  να  πίνουνε τη λάμψη  και να θηλάζουν με δαύτη τα μικρούλια τους τ’ αστράκια. Σαχλαμάρες, από κάτω είναι φαλακρή, δεν έχει τρίχα, παιδιά, φοράει  περούκα ξόανο , να την προσέχουν οι άντρες , και βγαίνει τσάρκες τα βράδια σε πονηρά μέρη, έτσι μου’ πε ο πατέρας μου.
     Τη γνώρισα στην οργάνωση, δε φανταζόμουν πως θα’ ταν κι αυτή μέλος, έτσι ατσούμπαλη κι αλλοπαρμένη όπως ήταν. Της μίλησα, της είπα σε γνωρίζω, σε βλέπω στη γειτονιά, κοντά σου μένω, μου ρίχνει  μια καχύποπτη ματιά και δώστου να  δαγκώνει  τα νύχια της. Και πως σε λεν εσένα, με ρωτά, της κάνω Μωυσή, και μόλις αγκιστρώθηκε  καλά  επάνω της  το μάτι μου, λες και ανάνηψε από κάποια δυνατή αρρώστια και φωτίστηκε το μούτρο της και μου φάνηκε χαριτωμένη. Πρέπει να προσέχουμε, της λέω, οι μέρες είναι σκοτεινές  κι  αυτοί  δεν αστειεύονται, θα βάλουν παντού σπιούνους  και πρέπει όλες μας οι κινήσεις να’ ναι μετρημένες. Εγώ προσέχω, μου απαντά, σε κανέναν δε μιλάω, γράμμα βουλωμένο είμαι. Ας όψονται κάτι κακές γλώσσες μόνο. Μωρέ καλά κάνεις, αλλά δε χρειάζεται και τόση μυστικοπάθεια, και προπαντός μην καταλάβουν τίποτε οι μπόμπιρες, απ’ αυτούς την παθαίνεις εκεί που δεν το περιμένεις. Κι αυτή η τόσο απρόσιτη, η περικυκλωμένη από αχλή και σκότος, έγινε με τον καιρό αίθρια  ψυχή, άνοιξαν τα ράμματά της κι αντί να φανερωθεί το κακοφόρμισμα  που νόμιζα, μου ξεπετάχτηκε  δέρμα δροσερό και άχραντο.
     Ήταν μεσάνυχτα  που  βγήκαμε  να μοιράσουμε  στα μουλωχτά προκηρύξεις, καλούσαμε τους πολίτες σε  διαδήλωση διαμαρτυρίας, δε φανταζόμασταν  πως οι σπιούνοι  από μέρες είχαν πάρει πληροφορίες και  κατασκόπευαν  όλες τις κινήσεις μας. Της λέω προσεκτικά,  βάλε κανένα σκουφί να μην πετάγεται αυτό το μαλλιαρό κέρατο και δίνουμε  στίγμα. Δε μ’ άκουσε, ο θάμνος να προεξέχει τροφαντός κι αγέρωχος, το καμάρι μου, έλεγε χωρατεύοντας πειραχτικά, το ήξερε που όλος ο κόσμος τη σχολίαζε γι’ αυτό, καρφί δεν της καιγόταν. Κι όπως ήμασταν στη γωνία, στο κατάστημα με τα γυαλικά, και  πάνω στη βιτρίνα ακτινοβολεί ένα διαβολεμένο φως, γυρνάω πίσω, Χριστέ μου, κάνω, τετέλεσται, μας έπιασαν, και όρμησαν καταπάνω μας, άκουσα τα παγερά χέρια που κροτάλιζαν μέσα στην ησυχία, μας περικύκλωσαν, έπεσαν χάμω οι προκηρύξεις .Ήταν πολιτοφύλακες του καθεστώτος κι ήμασταν δυο τρομαγμένα   θηράματα μέσα στα βρόχια τους. Μας μετέφεραν στην ασφάλεια, ανακρίσεις, αγρύπνια, βαναυσότητα. Εκείνη, δεν ξέρω πώς,  αναγνώρισε έναν απ’ τους βασανιστές μας ,ο γιός της Ευρυδίκης, της χήρας του δικαστή, πρώην συμμαθητής της, συνεργαζόταν τώρα με  αυτούς.
    Αλλά το σταύρωμα το μεγάλο ήρθε μετά, κάμποσες μέρες αφού λιώσαμε  στο κρατητήριο, σχεδόν ακοίμητοι και νηστικοί, ένα πρωί του Δεκέμβρη, μας μετέφεραν στην πλατεία του Αγίου Μηνά, δημόσια διαπόμπευση «προς παραδειγματισμό των αντιφρονούντων», στήθηκε εξέδρα, λαός να παρακολουθεί. Και γύρω μας ψίθυροι και κάποια που φώναζε «Τα έλεγα εγώ που αυτή η  δαιμόνισσα  είχε μπλεξίματα». Κι έβλεπες που μόνο φόβος κι αδιαφορία ρούφαγαν   τα πρόσωπα όλων και κανείς δεν είχε πια πρόσωπο, μια μεγάλη ρυτίδα τράβαγε μέσα της δέρματα, μάτια, χαμόγελα, τράβαγε διαβολεμένα  και κανείς  δεν αντιστεκόταν.
     Εμένα μου έδεσαν  τα χέρια σ’ ένα κομμάτι πάγο, μελάνιασαν, πέρναγαν οι ώρες, βούιζε μέσα στο αίμα μου η παγωνιά, σα να με πέταξε απέξω η σάρκα μου η ίδια. Κάποια ώρα λιποθύμησα κι όταν συνήλθα, ένα σώμα που απόθεσα τα χέρια μου στον Άδη, σπάραξε  η καρδιά μου που τώρα ήμουν μάρτυρας  στο δικό της μαρτύριο. Με μια μεγάλη λαμπάδα της έκαιγαν τούφα με  τούφα το μάλλινο θάμνο. Ατάραχη εκείνη , λες και «ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο». Σα να μην καιγόταν, σα να μη μάσαγαν οι φλόγες τα κλαράκια του θάμνου της, η καημένη μου η δεσποινίς  Θάμνος. Κι εγώ περίμενα  απ’ ώρα σε ώρα να βγει- γιατί δε βγήκε;- ο άγγελος που έλεγε η γραφή, να βροντοφωνάξει,  ν’αποστρέψουν όλοι το πρόσωπο, να κοιταχτούν στα πολύ μακρινά τους μέρη  και να μην τολμήσουν πια να βγάλουν άλλη νύχτα από κει μέσα.
      Έπεφταν σταγόνες απ’το φλεγόμενο κερί  στο κρανίο της, αλλά μονάχα τρομεροί σπασμοί αυλάκωναν το τεζαρισμένο  πρόσωπο, ούτε ένα ξεφωνητό δεν ακούστηκε σε πείσμα των κυράδων που περίμεναν την ηχητική επιβεβαίωση του εξευτελισμού  της. Ακούγονταν βεβαίως  και κάποια ωωωω αποτροπιασμού, περισσότερο ωστόσο ως ενδόμυχη ικανοποίηση που το κρανίο με το κερένιο στέμμα δεν ήταν δικό τους. Γιατί σιγά σιγά στη θέση του τρίχινου θάμνου, όπως έλιωνε το κερί και σοβάντιζε  το κρανίο, πυργωνόταν τώρα ένα κέρινο λοφίο, τραγικά αστείο, και κάποιοι ευφραίνονταν που η φωτιά αποτέφρωνε την περηφάνια της παράξενης δεσποινίδος. Βοούσαν μέσα μου τα λόγια του Ηράκλειτου «ύβριν χρή σβεννύναι μαλλον ή πυρκαϊήν» κι επαναλάμβανα ψιθυριστά, με τη δική μου τώρα αλαζονεία, λες και κανείς άλλος δεν ένιωθε συμπόνια για τούτο το πλάσμα, και ξεχνώντας ολότελα το δικό μου μαρτύριο, «Εγώ είμαι αυτός που υπάρχει, ο ών, ο ών, ο ών». Για να υπάρχεις ,πρέπει να κατεβαίνεις τον άνθρωπο ως το ύψος του μυρμηγκιού. Μόνο εκεί, σ’ αυτό το χαμηλό ανάστημα, μπορείς να νιώσεις πραγματικά τον εαυτό σου.
     Πέντε  χρόνια μετά, το καθεστώς είχε ανατραπεί, ο θάμνος ανέμιζε πάλι  κορδωμένος στο κεφάλι της, ίδιος με θημωνιά από τρίχινα ελατήρια. Υπηρετούσε τώρα στο πυροσβεστικό σώμα. Από τις λίγες γυναίκες. Ριχνόταν πρώτη στις φωτιές, τα γνώριζε καλά τα κόλπα τους, έλεγε, μπορούσε να τις κουλαντρίσει. Με το φόβο τα είχε βρει και μόνο η μοναξιά την τρόμαζε, μη μείνει χωρίς άνθρωπο στο πλάι της. Ένα απόγευμα του Ιούνη, δέχτηκαν κλήση, πυρκαγιά στο σπίτι της χήρας του δικαστή, της κυρίας Ευρυδίκης. Ετοιμάστηκε ένα όχημα, μαζί κι αυτή , είχε υπηρεσία, το θυμήθηκε, ναι ο γιός της κυρίας Ευρυδίκης, ο βασανιστής της, μαρμάρωσε η καρδιά της, πήγε προς στιγμήν η οργή να ανέβει πάνω απ’ το καθήκον. Δεν ανέβηκε. Ξεκίνησαν. Οι φλόγες δάγκωναν από παντού το σπίτι, ξέχασε το τηγάνι στο μάτι της κουζίνας κι άρπαξε, τους είπε μια γειτόνισσα, άντε μετά να τη μερώσεις τη φωτιά, που όλα μέσα στο σπίτι τους είναι  από ξύλο ακριβό. Ακόμη όμως άντεχε το σπίτι .Άνοιξαν οι μάνικες , θεριό το νερό  ξεπήδησε από μέσα, χούγιαξε ολόρθο και πλάκωσε να φοβερίζει  τη φωτιά, που σαν τη γάτα ανατρίχιασε και πέταξε  στον ουρανό καπνούς και σπίθες. Είναι μέσα ο γιός μου, τσίριξε μια φωνή… κοιμόταν…άφησα το τηγάνι στη φωτιά και βγήκα λίγο έξω … ξεχάστηκα…για όνομα του Θεού, το παλικάρι μου…Η κυρία Ευρυδίκη. Λιποθύμησε απ΄ την ένταση. Η δεσποινίς Θάμνος κοντοστάθηκε. Ξανάνιωσε την οργή. Θυμήθηκε την ταπείνωση. Έκανε πίσω, ας πάει άλλος, «μή ἐγγίσῃς ὧδε», ας απονεμηθεί δικαιοσύνη. Έπιασε το θάμνο με το χέρι της. Για μια στιγμή της φάνηκε πως έσταζε κερί, πως μια λιωμένη μάζα χυνόταν από όλο το κρανίο της. Αλλά όπως ακούμπησε , ήταν μόνο τρυφερά  δαχτυλιδάκια από μαλλί. «Ο ών» μουρμούρισε «ο ών». Και κάθε   σπιθαμή οργής ξεφούσκωσε. Και αμολήθηκε  μέσα στο σπίτι και δε βγήκε ποτέ και η μη κατακαιόμενη βάτος κάηκε οριστικά.
    Ω μακάρι τώρα ν’ αναπαύεται «εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι».


Κώστας  Τσιαχρής                                                        

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Κώστας Τσιαχρής " Εις τον τύπον των ήλων"



Κι  αν δεν υπάρχουν σημάδια
Επινόησε τα
Θα  χρειαστούν  βεβαίως
πολλά καρφιά
μα περισσότερη σιωπή
για  ν'ακουστούν οι χτύποι
δυνατά ως  τις τύψεις
Αλίμονο...
Τα τόσα χρόνια
που παρίστανες  τον καρφωμένο
κάτι θα άφησαν
έστω το σχήμα μιας πληγής
την αγωνία του τραγικού
που εκτάκτως ματαιώθηκε
Και μη νομίζεις   θα το νιώσουν
οι μονίμως  σταυρωθέντες
Θα  σκεφτούν τι τυχεροί
Τι  τυχεροί που πορευτήκαμε
ολάκερη ζωή
με τέτοιο πάθος
Με  τα καρφιά μας
στη σωστή τους θέση





Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Κώστας Τσιαχρής "Έναστρη νύχτα"


Θα  ήταν μόνο μια στιγμή
που έγινε ατσάλι
μέσα μου η θέληση
και πήρα αδίστακτος
τα  σύνεργα
να  μαχαιρώσω
κάτω από την καρωτίδα
εκείνη τη συνήθεια
που με ταπεινώνει
να  έρχομαι  και να πετάω
χούφτες άστρα
στο μολύβι
που  νυχτώνει
τις  επιθυμίες σου

Αλλά  και τι να περιμένεις
από άνθρωπο
που έσβησε το σώμα του
απ' τον ουρανό
κι αντί να χαίρεται
τουλάχιστον
το  απέραντο
της μαύρης τρύπας του
αναμοχλεύει τύψεις
για  περίσσιο φως;

Αλλά τώρα σσσσσσσσς
Πάτερ ημών
ο εν τοις  πειρασμοίς
Δώσε να βγάζουμε τα λόγια μας
με κόπο





Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Κώστας Τσιαχρής "...ἀλλ' οὐδέν ἕρπει ψεῦδος..."



Και   για λίγο
που κράτησα στα χέρια μου
αυτό το ψέμα
δεν  παραπονιέμαι
Ωραία  η δύναμη 
που σπρώχνει τον άνθρωπο
να ξεγελάει τη λήθη του
μ' αιώνιες  υποσχέσεις
Ωραία που σταθήκαμε
για λίγο νέοι 
και μετρήσαμε το σώμα
και δε βρέθηκε
μήτε σβώλος 
που να μη φώλιαζε  ντροπή
Αλλά  για λίγο ας είχα
λίγο έναν τρόπο
να βυθιστώ στο φονιά
και να βγω στον άνθρωπο
ναυαγός 
σ' ένα  γαλάζιο βλέμμα
Θα' δειχναν  κατόπιν 
οι παλάμες  μου 
σα θρίαμβο
τις  γρατζουνιές 
που  αφήνουν 
τέτοιες  μάχες  
φονικές



Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Κώστας Τσιαχρής "Ο αρχάγγελος"






Σαν   ποιητής  

σηκώνω  στον αέρα 
ρήματα 
Προσεύχομαι  στο πουθενά
Κρατώ στα χέρια μου
ναπάλμ
και τις  πετώ στα  σωθικά σου
Κι ορίστε : η λάμψη
Ορίστε  : ο κρότος
Και τώρα  ξεκουράζεσαι
αιωνίως 
κάτω από κυπαρισσάκια 
από  μελάνι
Αιωνία  σου  η  ευθύνη...

Ο  ποιητής  
ένας  αρχάγγελος 
με σύνεργα  φονιά 


από το "Νέο Νόημα"